καταδυναστεύομαι

καταδυναστεύομαι
καταδυναστεύομαι, καταδυναστεύτηκα και καταδυναστεύθηκα, καταδυναστευμένος βλ. πίν. 20

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταδυναστεύομαι — καταδυναστεύω oppress pres ind mp 1st sg καταδυναστεύω oppress pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδυναστεύω — (AM καταδυναστεύω) καταπιέζω κάποιον, ασκώ αυθαίρετη, δεσποτική εξουσία ή επιρροή αρχ. 1. παθ. καταδυναστεύομαι κυβερνώμαι 2. (για στασιαστές) έχω υπό την εξουσία μου …   Dictionary of Greek

  • καταχθώ — καταχθῶ, έω (Α) 1. λυπώ, θλίβω 2. παθ. καταχθοῡμαι, έομαι α) υποτάσσομαι β) καταπιέζομαι, καταδυναστεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀχθῶ «φορτώνω» (< ἄχθος «βάρος, λύπη»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”